- μεταγγισμός
- ο (ΑM μεταγγισμός) [μεταγγίζω]νεοελλ.-μσν.μετάγγισημσν.-αρχ.(για τη μετεμψύχωση) η μετάβαση τής ψυχής σε άλλο σώμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταγγισμοῦ — μεταγγισμός transmigration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγγισμούς — μεταγγισμός transmigration masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγγισμῷ — μεταγγισμός transmigration masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγγισμόν — μεταγγισμός transmigration masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)